- γλυκείᾳ
- γλυκείᾱͅ , γλύκειοςfem dat sg (attic doric aeolic)γλυκείᾱͅ , γλυκύςsweet to the tastefem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλυκεία — γλυκείᾱ , γλύκειος fem nom/voc/acc dual γλυκείᾱ , γλύκειος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) γλυκείᾱ , γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκεῖα — γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκείας — γλυκείᾱς , γλύκειος fem acc pl γλυκείᾱς , γλύκειος fem gen sg (attic doric aeolic) γλυκείᾱς , γλυκύς sweet to the taste fem acc pl γλυκείᾱς , γλυκύς sweet to the taste fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκείαι — γλυκείᾱͅ , γλύκειος fem dat sg (attic doric aeolic) γλυκείᾱͅ , γλυκύς sweet to the taste fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκεῖ' — γλυκεῖα , γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc sg γλυκεῖαι , γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκείαν — γλυκείᾱν , γλύκειος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
тыква — укр. тиква, др. русск. тыкы, род. п. къве, болг. тиква, сербохорв. ти̏ква, словен. tîkva, чеш. tykev, слвц. tekvica, польск. tykwa. Сравнивают с греч. σίκυς м. огурец , σίκυος, род. п. ου – то же, местн. н. Σικυών Огуречный город , наряду с этим … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
TAPETES — Graec. Τάπητες, Ammonio οἱ ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους μαλακὸν ἔχοντες, sicut Α᾿μφιτάπητες οἱ ἔξ ἀμφοτέρων; ubi μαλακὸν pro molli villo, sive pilorum mollitie posuit: idem fuêre cum Gausapis, sicut Amphitapetes cum Amphimallis. Nempe Tapetes ex una… … Hofmann J. Lexicon universale
γλυκός — ιά, ό και γλυκύ και γλυκί (AM γλυκύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση ή γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά («γλυκό κρασί», «γλυκὺ νέκταρ» «γλυκὸς οἷνος», «γλυκιά ευωδιά») 2. (για νερό) πόσιμο (αντίθ. πικρό ή αλμυρό) 3. εκείνος που δίνει ευχαρίστηση … Dictionary of Greek